- πλοίαρχος
- Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει δικαίωμα κυβέρνησης είναι διάφορων ειδών, ανάλογα με την ιδιότητα των πλοίων (επιβατηγών, φορτηγών, αλιευτικών), με τη σχετική χωρητικότητα του σκάφους και τον τύπο της ναυσιπλοΐας (ανοιχτής θάλασσας ή παράκτιας). Ο αριθμός των βαθμίδων και οι τίτλοι διαφέρουν ανάλογα με τις χώρες, αλλά μπορούν να περιοριστούν στις εξής τρεις πατροπαράδοτες: π. ποντοπλοΐας, που έχει δικαίωμα διακυβέρνησης οποιουδήποτε πλοίου σε οποιαδήποτε θάλασσα, π. της ακτοπλοΐας, στον οποίο έχουν τεθεί μερικοί περιορισμοί σε σχέση με τον προηγούμενο τίτλο, και π. γραμμών εσωτερικού, για τον οποίο οι περιορισμοί είναι ακόμα μεγαλύτεροι. Το δίπλωμα ή η άδεια που αντιστοιχεί στους προηγούμενους τίτλους δίνεται σε διπλωματούχους ναυτικών σχολών, οι οποίοι έχουν περάσει τις προκαθορισμένες εξετάσεις και έχουν συμπληρώσει ορισμένα έτη υπηρεσίας.
Ο π. επωμίζεται στο σκάφος πολλαπλές λειτουργίες δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου, που συνοψίζονται στα εξής: είναι τεχνικός διευθυντής της ναυτικής αποστολής, αντιπρόσωπος στο πλοίο του κράτους που φέρει τη σημαία και εντολοδόχος του εφοπλιστή. Στην πρώτη περίπτωση διευθύνει τον πλου, είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια του πλοίου και του φορτίου και έχει πειθαρχική εξουσία επί του πληρώματος και των επιβατών. Στη δεύτερη εκτελεί χρέη ληξίαρχου (συντάσσει πράξεις γέννησης και θανάτου), δέχεται τις διαθήκες και εκτελεί αστυνομικά καθήκοντα για αδικήματα που διαπράχθηκαν στο πλοίο κατά τη διάρκεια του πλου. Στην τρίτη, είναι αντιπρόσωπος του εφοπλιστή τόσο στις συμβατικές σχέσεις ως προς το πλήρωμα, όσο και απέναντι άλλων προσώπων, που ενδιαφέρονται για το πλοίο και για το φορτίο του.
Η ιδιότητα του π., όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, είναι το αποτέλεσμα εξέλιξης: στις πρώτες εποχές της εμπορικής ναυτιλίας, οι σημερινές του αρμοδιότητες (εμπορικές και τεχνικές) δεν ήταν ενωμένες σ’ ένα και το αυτό πρόσωπο. Αυτό οφειλόταν στις συνθήκες του ταξιδιού και του εμπορίου: ο ιδιοκτήτης του πλοίου και οι έμποροι που το φόρτωναν εκτελούσαν το ταξίδι με αυτό και οι γνώσεις της ναυσιπλοΐας ήταν περισσότερο πρακτικές παρά τεχνικές. Από τις αρχές του 16ου αι., ο π. άρχισε να παίρνει τις αρμοδιότητες της αντιπροσώπευσης των εμπόρων και του εφοπλιστή, που δεν συνόδευαν το εμπόρευμα και το πλοίο και έτσι δημιουργήθηκε σιγά σιγά η σημερινή σύνθετη ιδιότητα του πλοιάρχου. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο παρελθόν οι αρμοδιότητες του κυβερνήτη ήταν ευρύτερες από τις σημερινές και αυτό γιατί έλειπαν τα ταχέα και ασφαλή μέσα επικοινωνίας, που χαρακτηρίζουν τις διακινήσεις της εποχής μας.
* * *ο, Ν1. ο κυβερνήτης εμπορικού πλοίου, ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στο πλήρωμα, αλλά σύμφωνα με τις διατάξεις τού Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου καταρτίζει το πλήρωμα, συντάσσει το ημερολόγιο τής γέφυρας, επιμελείται την τήρηση τών υπόλοιπων ημερολογίων, τηρεί τα προβλεπόμενα από την νομοθεσία ναυτιλιακά έγγραφα, και οφείλει να κυβερνά αυτοπροσώπως το πλοίο κατά την είσοδο και έξοδο σε λιμάνια, διώρυγες και ποταμούς, κν. καπετάνιος2. βαθμός ανώτερου αξιωματικού τού πολεμικού ναυτικού, αντίστοιχος προς τον βαθμό τού συνταγματάρχη τού στρατού ξηράς και τού σμηνάρχου τής αεροπορίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοίο + -aρχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.